ξαφνιάζω — ξαφνιάζω, ξάφνιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ακροεκσυσπάζω — ἀκροεκσυσπάζω (Μ) φοβίζω κάπως, ξαφνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + ἐκσυσπάζω] … Dictionary of Greek
διαστροβώ — διαστροβῶ ( έω) (Α) 1. στριφογυρίζω 2. διασοβώ, προκαλώ απότομα ταραχή, φόβο, ξαφνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη λ. για το διασοβώ] … Dictionary of Greek
εξαφνίζω — και ξαφνίζω και ξαφνιάζω [έξαφνα] αιφνιδιάζω … Dictionary of Greek
καραφλιάζω — [καράφλα] 1. αποχτώ φαλάκρα 2. μτφ. ξαφνιάζω, εκπλήσσω («αυτά που μού είπες μέ καράφλιασαν») … Dictionary of Greek
ξάφνιασμα — και ξάφνισμα, το [ξαφνιάζω / ξαφνίζω] 1. φόβος ή έκπληξη από αιφνίδιο συμβάν 2. μικρό διάστρεμμα άρθρωσης, στραμπούλισμα … Dictionary of Greek
ξαφνίζω — βλ. ξαφνιάζω … Dictionary of Greek
ξυπάζω — και ξυπώ 1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον, κάνω κάποιον να τρομάξει 2. (ενεργ και μέσ.) φοβίζομαι, τρομάζω, σκιάζομαι 3. μτφ. ξαφνιάζω, εκπλήσσω 4. μέσ. ξυπάζομαι υπερηφανεύομαι, επαίρομαι, κομπάζω («πώς συνεννοείσαι με αυτόν τον ξυπασμένο;»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
παγώνω — (ΑΜ παγῶ, όω, Μ και παγώνω) [πάγος] υποβάλλω σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία ένα υγρό μετατρέποντάς το σε στερεό («ο βοριάς πάγωσε τη λίμνη») νεοελλ. 1. καταψύχω («παγώνω το νερό») 2. (γενικά) κατεβάζω τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου ή σώματος κάτω… … Dictionary of Greek
εκπλήττω — και εκπλήσσω εξέπληξα, μτβ., προκαλώ έκπληξη, ξαφνιάζω: Με εκπλήττει το θράσος του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)